ασφάλιχτος
Смотреть что такое "ασφάλιχτος" в других словарях:
ασφάλιστος — και ασφάλιχτος, η, ο 1. ανοιχτός, ξεκλείδωτος 2. που δεν έχει ασφαλιστεί, ανασφάλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σφαλίζω, με την πρώτη σημασία και ασφάλιστος < ασφαλίζω με τη δεύτερη σημασία, όπου η άρνηση προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου] … Dictionary of Greek
ασφάλιστος — η, ο (α στερητ. + σφαλίζω = κλείνω) και ασφάλιχτος, η, ο άκλειστος, ανοιχτός: Ξέχασα τα παράθυρα ασφάλιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)